
Ο ψυχολόγος υγείας και ο ασθενής με χρόνιο πόνο
“Πόνος” είναι η αισθητηριακή και συναισθηματική εμπειρία δυσφορίας, η οποία σχετίζεται συνήθως με πραγματική ή επαπειλούμενη ζημία των ιστών ή με ερεθισμό τους (Sanders, 1985). Η εμπειρία του πόνου είναι σημαντική για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και για λόγους επιβίωσης. Ο πόνος είναι το συνηθέστερο παράπονο υγείας που διατυπώνεται και ίσως το σημαντικότερο κίνητρο για αναζήτηση βοήθειας. Η αντίληψη του πόνου (όπως και κάθε σωματικής άσκησης) έχει τεράστιες διατομικές και διομαδικές διαφορές και επηρεάζεται από πολλούς γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς παράγοντες (π.χ., το ‘νόημα’ του πόνου).
Ο (δυνατός) πόνος συνοδεύεται συχνά από αρνητικά συναισθήματα, όπως αίσθημα αβοήθητου, αδυναμία, κατάθλιψη, απελπισία, θυμό, έντονο άγχος. Μπορεί να έχει ως συνέπεια το άτομο να εγκαταλείψει την εργασία του, να περιορίσει τις δραστηριότητες του, να γίνει ο πόνος το επίκεντρο της ζωής του και να οδηγήσει στην ανάπτυξη σειράς δευτερογενών αρνητικών συναισθημάτων.
Σήμερα ο πόνος θεωρείται ένα σύνθετο, πολυδιάστατο και υποκειμενικό φαινόμενο που αφορά την έντασή του, την ποιότητά του, την πορεία του, καθώς και το νόημα που το άτομο προσδίδει σε αυτό. Κατά συνέπεια, το κάθε άτομο αντιλαμβάνεται διαφορετικά αλλά και αντιδρά διαφορετικά στον πόνο, ανάλογα με το πόσο εξοικειωμένο είναι σε αυτόν, πόσο επιβλαβή τον θεωρεί κλπ. Διάφοροι πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν σημαντικά στην αντίληψη του πόνου (Gatchel & Maddrey, 2004), με άλλους λαούς να αντιδρούν περισσότερο και να εκφράζουν τον πόνο που βιώνουν, και άλλους να είναι πιο ‘συγκρατημένοι’ στην έκφραση του πόνου.
Ο οξύς πόνος, διαφοροποιείται από τον χρόνιο πόνο. Ο οξύς πόνος διαρκεί έως 6 μήνες, ενώ ο χρονιος περισσότερο από 6 μήνες. Ο Gatchel (1996) προτείνει ένα μοντέλο τριών σταδίων μεταξύ του οξέος και του χρόνιου πόνου:
1. Στο πρώτο στάδιο, σύμφωνα με το μοντέλο, εμφανίζεται η αρχική ψυχολογική δυσφορία (π.χ., φόβος, άγχος, ανησυχία κλπ).
2. Στο δεύτερο στάδιο αναπτύσσονται ψυχολογικά προβλήματα ή επιδεινώνονται τα ήδη υπάρχοντα. Εδώ εμφανίζονται συμπτώματα κατάθλιψης, αγχωδών διαταραχών, κατάχρησης ουσιών, επιθετικότητα κλπ, ανάλογα πάντα με τα χαρακτηριστικά του ατόμου και τις τρέχουσες κοινωνικές – οικονομικές συνθήκες.
3. Στο τρίτο στάδιο, το άτομο αποδέχεται τον ρόλο του ασθενούς και συμβιβάζεται με διάφορες παθολογικές συμπεριφορές.
Η σύγχρονη έρευνα έδειξε ότι ο ψυχογενής πόνος δεν βιώνεται διαφορετικά από τον λεγόμενο οργανικό. Η ίδια αυτή η διάκριση είναι μάλλον ανεπιτυχής. Για παράδειγμα, στις κεφαλαλγίες τάσεως ο πόνος είναι αποτέλεσμα μυϊκής σύσπασης (οργανική βάση), η οποία προκύπτει όμως ως συνέπεια στρες και αρνητικών συναισθημάτων (ψυχολογική βάση).
Ο μηχανισμός ελέγχου εδράζει σε μια περιοχή του νωτιαίου μυελού. Σύμφωνα με τη θεωρία της «πύλης ελέγχου» (Melzack & Wall, 1982), η νευρική πύλη μπορεί να παραμείνει ανοικτή ή κλειστή , ρυθμίζοντας έτσι τα εισερχόμενα σήματα πόνου πριν φτάσουν στον εγκέφαλο. Αφού τα σήματα αυτά περάσουν, διαμέσου του μηχανισμού, διεγείρουν διαβιβαστικά κύτταρα που στέλνουν ώσεις στον εγκέφαλο. Όταν τα ‘εξερχόμενα’ από τα κύτταρα αυτά σήματα φτάσουν ένα κρίσιμο επίπεδο, τότε το άτομο νιώθει πόνο. Όσο εντονότερα είναι τα εξερχόμενα σήματα τόσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος.
Τρεις παράγοντες ελέγχουν τη ‘θύρα’:
α) Ο βαθμός δραστηριότητας στους υποδοχείς του πόνου. Όσο ισχυρότερο είναι το ερέθισμα τόσο πιο ενεργείς είναι οι υποδοχείς και η θύρα περισσότερο ανοικτή.
β) Ο βαθμός δραστηριότητας σε άλλους περιφερειακούς υποδοχείς, δηλαδή, στα κύτταρα που μεταφέρουν πληροφορίες για ανώδυνα ερεθίσματα ή για ήπιο ερεθισμό, π.χ., επαφή, τρίψιμο, μικρό ξύσιμο του δέρματος. Η δραστηριότητα σε αυτά τα όργανα τείνει να κλείνει τη θύρα, αναστέλλοντας την αίσθηση του πόνου. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το ήρεμο μασάζ ή η θέρμανση των μυώνων ελαττώνει τον πόνο.
γ) Μηνύματα που προέρχονται από τον εγκέφαλο (π.χ., στρες, απόσπαση προσοχής, εστίαση στον πόνο ή αλλού, η χαλάρωση, τα συναισθήματα).
Οι Turk, Wack, & Kerns (1985) χωρίζουν τις συμπεριφορές πόνου σε τέσσερις ομάδες: α) εκφράσεις δυσφορίας που εστιάζονται στο πρόσωπο, β) αλλοιώσεις στη στάση του σώματος ή στις κινήσεις του, γ) αρνητικό συναίσθημα και δ) αποφυγή της δραστηριότητας. Ο Hardin (2004) ανέφερε τρεις κύκλους επίτασης της δυσφορίας που οφείλεται στον πόνο ή στην ένταση του πόνου:
α) ο πόνος προκαλεί ένταση των μυών, η οποία προκαλεί αισθήματα θυμού και αϋπνία, η οποία με τη σειρά της επιδεινώνει τον πόνο.
β) ο πόνος οδηγεί σε μείωση της δραστηριότητας και αυτό σε κατάθλιψη, ενώ τα καταθλιπτικά συμπτώματα με τη σειρά τους εντείνουν την αίσθηση του πόνου.
γ) ο πόνος οδηγεί σε προσπάθεια για ανάπαυση ή σε αδρανοποίηση του ατόμου, κατάσταση που μειώνει ίσως την ένταση του πόνου. Η μείωση της έντασης πείθει το άτομο να δραστηριοποιηθεί εντονότερα από το αναγκαίο και αυτό δημιουργεί ένταση και πάλι του πόνου.
Πολύ σημαντικός θεωρείται ο ρόλος της ενίσχυσης στην υιοθέτηση και διατήρηση των παραπάνω συμπεριφορών. Όταν ο πόνος γίνεται χρόνιος, οι παραπάνω συμπεριφορές μεταβάλλονται σε μέρος της καθημερινής ζωής του ατόμου επιβάλλοντάς του σημαντικούς περιορισμούς, καθώς, συνήθως, δύσκολα υπόκεινται σε αλλαγή.
Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η εκπαίδευση του ασθενούς (ή/και της οικογένειάς του) γύρω από τη φύση του πόνου, τις συνέπειές του σε διάφορα επίπεδα, την πορεία του και τις θεραπευτικές εναλλακτικές. Η θεραπεία θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη, ανάλογη πάντα προς τις ανάγκες και τα ψυχολογικά, κοινωνικά και οργανικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς. Είναι αποτελεσματικότερη όταν παρέχεται διεπιστημονικά και όταν διαμορφώνεται ένας κοινός θεραπευτικός στόχος που θα παρέχει στον ασθενή σαφείς, ξεκάθαρες και συνεπείς οδηγίες.
Ο ψυχολόγος υγείας ακολουθεί τρεις κυρίως μεθόδους γνωστικού ελέγχου του πόνου κατά τη διάρκεια των συνεδριών (Fernandez, 1986):
o απόσπαση της προσοχής,
o καθοδηγούμενη φαντασία και
o ‘επαναπροσδιορισμό’ του πόνου.
Κρητικού Μαρίνα
Ψυχολόγος Υγείας- Οικογενειακή/Συστημική Σύμβουλος
marina.kritikou@yahoo.com
Πηγή φωτογραφίας: www.bioathens.com